- λινοτυπικός
- -ή, -όο σχετικός με τη λινοτυπία: Οι λινοτυπικές μηχανές απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λινοτυπικός — ή, ό [λινοτύπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λινοτυπία 2. φρ. «λινοτυπική μηχανή» τυπογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή και τη σύνθεση τυπογραφικών στοιχείων σε συμπαγείς μεταλλικούς στίχους από ειδικό τετηγμένο κράμα… … Dictionary of Greek